μιλιταριστικός

μιλιταριστικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο μιλιταρισμό ή το μιλιταριστή: Μιλιταριστικές απόψεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μιλιταριστικός — ή, ό [μιλιταριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μιλιταρισμό ή στον μιλιταριστή, στρατοκρατικός («μιλιταριστική νοοτροπία») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”